μαστιγιῶν

μαστιγιῶν
μαστιγίας
one that wants whipping
masc gen pl
μαστῑγιῶν , μαστιγίης
masc gen pl
μαστιγιάω
long for
pres part act masc voc sg
μαστιγιάω
long for
pres part act neut nom/voc/acc sg
μαστιγιάω
long for
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • πατακτ(ρ)οράφος — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής μαστιγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πάτακτρον (< πατάσσω) + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω)] …   Dictionary of Greek

  • περίτριχος — η, ο, Ν 1. (για βακτήρια) αυτός που έχει ομοιόμορφη κατανομή τών μαστιγίων σε ολόκληρη την επιφάνεια τού κυττάρου 2. (για πρωτόζωα) αυτός που έχει βλεφαρίδες διατεταγμένες σπειροειδώς γύρω από την περιστοματική ζώνη 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • πλανοκύτταρο — το, Ν (μυκητ.) (στους μυξομύκητες) αμοιβαδοειδές κύτταρο, τύπος ζωοσπορίου που κινείται με τη βοήθεια μαστιγίων και χωρίς κυτταρικό τοίχωμα, το οποίο παράγεται από τη βλάστηση ενός σπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού αγγλ. swarn cell < πλανώμαι +… …   Dictionary of Greek

  • πλανοσπόριο — το, Ν βοτ. κινητό σπόριο που παράγεται σε σποριάγγειο και κινείται χάρη στην παρουσία ενός, δύο ή πολλών μαστιγίων, αλλ. ζωοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planospore < πλανώμαι + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • στερεοβλεφαρίδα — η, Ν 1. (ιοτολ.) κυτταρικό οργανίδιο με υπομικροσκοπική δομή, ανάλογη τών βλεφαρίδων και μαστιγίων, αλλά άκαμπτο και ακίνητο 2. η μεμβράνη που παράγεται από τους μηχανοδέκτες τής πλευρικής γραμμής τών ψαριών 3. η μεμβράνη που παράγεται από τους… …   Dictionary of Greek

  • σωληνοκύτταρο — το, Ν βιολ. κύτταρο με δέσμη μακρών μαστιγίων στο εσωτερικό ενός κυτταρικού εγκολπώματος, που απαντά στα νεφρίδια ορισμένων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων και στους νεφριδικούς σωλήνες τού αμφιοξέος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”