μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
πατακτ(ρ)οράφος — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής μαστιγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πάτακτρον (< πατάσσω) + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω)] … Dictionary of Greek
περίτριχος — η, ο, Ν 1. (για βακτήρια) αυτός που έχει ομοιόμορφη κατανομή τών μαστιγίων σε ολόκληρη την επιφάνεια τού κυττάρου 2. (για πρωτόζωα) αυτός που έχει βλεφαρίδες διατεταγμένες σπειροειδώς γύρω από την περιστοματική ζώνη 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
πλανοκύτταρο — το, Ν (μυκητ.) (στους μυξομύκητες) αμοιβαδοειδές κύτταρο, τύπος ζωοσπορίου που κινείται με τη βοήθεια μαστιγίων και χωρίς κυτταρικό τοίχωμα, το οποίο παράγεται από τη βλάστηση ενός σπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού αγγλ. swarn cell < πλανώμαι +… … Dictionary of Greek
πλανοσπόριο — το, Ν βοτ. κινητό σπόριο που παράγεται σε σποριάγγειο και κινείται χάρη στην παρουσία ενός, δύο ή πολλών μαστιγίων, αλλ. ζωοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planospore < πλανώμαι + σπόρος] … Dictionary of Greek
πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
στερεοβλεφαρίδα — η, Ν 1. (ιοτολ.) κυτταρικό οργανίδιο με υπομικροσκοπική δομή, ανάλογη τών βλεφαρίδων και μαστιγίων, αλλά άκαμπτο και ακίνητο 2. η μεμβράνη που παράγεται από τους μηχανοδέκτες τής πλευρικής γραμμής τών ψαριών 3. η μεμβράνη που παράγεται από τους… … Dictionary of Greek
σωληνοκύτταρο — το, Ν βιολ. κύτταρο με δέσμη μακρών μαστιγίων στο εσωτερικό ενός κυτταρικού εγκολπώματος, που απαντά στα νεφρίδια ορισμένων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων και στους νεφριδικούς σωλήνες τού αμφιοξέος … Dictionary of Greek